υπόχρεως

υπόχρεως
-η, -ο / ὑπόχρεως, -ων, ΝΑ
βλ. υπόχρεος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπόχρεως — ὑπόχρεω̆ς , ὑπόχρεως indebted adverbial ὑπόχρεω̆ς , ὑπόχρεως indebted masc/fem nom pl ὑπόχρεω̆ς , ὑπόχρεως indebted masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ὑπόχρεων — ὑπόχρεω̆ν , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut gen pl ὑπόχρεω̆ν , ὑπόχρεως indebted masc/fem acc sg ὑπόχρεω̆ν , ὑπόχρεως indebted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόχρεω — ὑπόχρεω̆ , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόχρεω̆ , ὑπόχρεως indebted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκώχιμος — ὀκώχιμος, ον (Α) [ὀκωχή] υπόχρεως …   Dictionary of Greek

  • υποχρέωση — η, Ν 1. το να οφείλει κανείς να κάνει κάτι 2. ηθικό χρέος, ηθική επιταγή 3. χρηματική οφειλή, χρέος 4. φρ. α) «έχω υποχρεώσεις» είμαι ηθικά δεσμευμένος απέναντι στην οικογένειά μου για την συντήρησή της ή για την αποκατάσταση παιδιών ή αδελφών β) …   Dictionary of Greek

  • υποχρεωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη 2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»). επίρρ... υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816… …   Dictionary of Greek

  • υποχρεώνω — και λόγιος τ. υποχρεώ, όω, Ν 1. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («τόν υποχρέωσε να φύγει») 2. επιβάλλω («ο νόμος μάς υποχρεώνει να πληρώσουμε αποζημίωση») 3. κάνω κάποιον να θεωρήσει ότι οφείλει χάρη, προκαλώ το συναίσθημα τής ευγνωμοσύνης («η… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐՏԱՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0642 Chronological Sequence: Early classical ա. ὐπόχρεως, ὁφείλων, ὁφειλέτης debitor. Ընդ պարտեօք անկեալն. պարտքի տէր .... Տե՛ս եւ ՊԱՐՏԱԿԱՆ. *Ժողովէին առ նա ամենայն վշտատեսք եւ ամենայն պարտապանք: Եղիցի պարտապանն իբրեւ զպարտատէրն:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ὑποχρέῳ — ὑπόχρεος indebted masc/fem/neut dat sg ὑπόχρεως indebted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”